στρωτήρ

From LSJ
Revision as of 09:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωτήρ Medium diacritics: στρωτήρ Low diacritics: στρωτήρ Capitals: ΣΤΡΩΤΗΡ
Transliteration A: strōtḗr Transliteration B: strōtēr Transliteration C: strotir Beta Code: strwth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A rafter laid upon the bearing beam; mostly in pl., Ar.Fr.72; of a drunken man, ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν Thphr.Vert.12, cf. IG22.1672.63, al., 42(1).102.179,235 (Epid., iv B.C.), Ph.Bel.87.25, Plb.5.89.6, IG12(3).324.11 (Thera, ii A.D.): generally, cross-beam, Hp.Art.7,78; expld. by σανίδες εἰς ὀροφὴν ἐπιτήδειοι, AB302; opp. δοκοί, Str.16.4.13; difft. from δοκοί and ἀπότομα, BGU1546.8 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 957] ῆρος, ὁ, 1) = στρώτης. – 2) der auf einem andern ruhende Querbalken an der Decke, Pol. 5, 89, 6; sprichwörtlich von einem Betrunkenen ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν, Theophr.; Ar. bei Poll. 10, 173. Auch die über die Dachsparren genagelten Latten, auf welche die Dachziegel gelegt werden; verschiedene Erkl. giebt B. A. 302.

Greek (Liddell-Scott)

στρωτήρ: -ῆρος, ὁ, (στρώννυμι) δοκὸς τῆς στέγης πλαγία προσηλωμένη ἐπὶ τῆς μεγάλης ἢ κεντρικῆς δοκοῦ· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54 (ἔνθα ὑπάρχει ἀναφορὰ εἰς τὴν ἐν τοῖς Α. Β. παροιμίαν περὶ ἀνθρώπου μεμεθυσμένου, ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν), Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 12, Πολύβ. 5. 89, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454, πρβλ. Böckh Inscr. 1. 281· καθόλου, δοκὸς ἐγκαρσία, σταυροειδῶς ἐπικειμένη ἑτέρᾳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. 838· - πρβλ. Α. Β. 302, ἔνθα λέγεται ὅτι στρωτῆρες καλοῦνται καὶ αἱ σανίδες ἢ τὰ «πέτουρα» τὰ προσηλούμενα ἐπὶ τῶν μικροτέρων ἢ πλαγίων δοκῶν τῆς στέγης· ἀντίθετ. τῷ δοκοί, Στράβ. 773. ΙΙ. = στρώτης, Γρηγ. Ναζ.