κρότος
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
English (LSJ)
ὁ,
A rattling noise, made to collect a swarm of bees, Arist.HA 627a16; κ. ποδῶν beat of the feet in dancing, E.Heracl.783 (pl.), Tr. 546 both lyr.); κ. σικινίδων Id.Cyc.37; ὁ τῶν δακτύλων κ. snapping of the fingers, Ael.NA17.5; ἐνόπλιος κ. clash of arms, Plu.Mar.22; ὁ κ. τῶν λόγων Luc.Dem.Enc.15 (but perh. 'welding'); ἡ εὔροια καὶ ὁ τῆς γλώσσης κ. Philostr.VS2.25.6; ῥυθμοῖο κ. APl.4.226 (Alc. Mess.). 2 κ. χειρῶν clapping of hands, applause, Ar.Ra.157: abs., X.An.6.1.13, etc.; θόρυβον καὶ κ . . . ἐποιήσατε D.21.14, cf. 19.195. b in token of ridicule, γέλως καὶ κ. Pl.La.184a.
Greek (Liddell-Scott)
κρότος: -ου, ὁ, ξηρὸς ἦχος ὃν προξενεῖ τις ὅπως συναγάγῃ σμῆνος μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κρ. ποδῶν, τὸ κτύπημα τῶν ποδῶν κατὰ τὸν χορόν, Εὐρ. Ἡρακλ. 783, Τρῳ. 546, πρβλ. Κύκλ. 37· ὁ τῶν δακτύλων κρ., ὁ κρότος ὁ ἀποτελούμενος διὰ τῆς συγκρούσεως τῶν δακτύλων, ὡς νῦν ποιοῦσιν οἱ ὀρχούμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 17. 5· ἐνόπλιος κρ., ὁ ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ὅπλων κρότος, Πλουτ. Μάρ. 22· ὁ κρ. τῶν λόγων Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 15. 2) κρ. χειρῶν, τὸ χειροκρότημα, εὐφημία, ἔπαινος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 157· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 6. 1, 13, κτλ.· θόρυβον καὶ κρότον... ἐποιήσατε Δημ. 519. 10, πρβλ. 402. 8. β) εἰς σημεῖον ἀποδοκιμασίας, κρ. καὶ γέλως Πλάτ. Λάχ. 184Α· ἴδε κροτέω ΙΙ. 2. β.