ἄγγελμα
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
τό,
A message, tidings, E.Or.876, Th.7.74, etc.
German (Pape)
[Seite 10] τό, Botschaft, Nachricht, Eur. Cr. 875; Thuc. 7, 74; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγγελμα: τό, μήνυμα, παραγγελία, εἴδησις, Εὐρ. Ὀρ. 876, Θουκ. 7. 74, κτλ.