ψαλιδοειδής
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ές, (
A ψαλίς 11) like a vault or arch, Ph.Bel.81.35, Gal.UP8.11.
German (Pape)
[Seite 1390] ές, nach Art eines Gewölbes, einem Gewölbe ähnlich, Sp., wie Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰλιδοειδής: -ές, (ψαλλὶς ΙΙ) ὅμοιος πρὸς ἁψῖδα ἢ τόξον, Φίλων Βελοπ. 81.