στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: γωνιοειδής | Medium diacritics: γωνιοειδής | Low diacritics: γωνιοειδής | Capitals: ΓΩΝΙΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: gōnioeidḗs | Transliteration B: gōnioeidēs | Transliteration C: gonioeidis | Beta Code: gwnioeidh/s |
ές,
A angular, Arist.GC319b14, Thphr.HP1.10.1, al. (γωνο- codd.). PHib.1.16.42 (Thphr.(?)).
[Seite 512] ές, winkelförmig, Theophr.
γωνιοειδής: -ές, γωνίᾳ ὅμοιος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 1.