λιπαρόζωνος
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
ον,
A bright-girdled, θύγατρες B.8.49; Ἀέλιος E.Ph.175 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 50] mit glänzendem Gürtel, Eur. Phoen. 178, Helios.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρόζωνος: -ον, ἔχων λιπαρὰν ζώνην, εὐπρεπέστατος, λιπαροζώνου Ἀελίου θύγατερ Σελαναία Εὐρ. Φοίν. 175, Βακχυλ. 8. 49 (ἔκδ. Blass).