ἀρχαιότης
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A antiquity, old-fashionedness, Pl.Lg.657b, D.H. Pomp.2; simplicity, Alciphr.3.64; pristine state, ἀποκαταστῆσαι εἰς τὴν ἀ. τῆς αὐτονομίας SIG814.42 (Nero); ancient history, J.Ap.1.1, al.; antiquity, ancient times, D.Chr.31.94.
German (Pape)
[Seite 364] ητος, ἡ, Alter, Alterthümlichkeit, mit tadelndem Nebenbegriff, Plat. Legg. II, 657 b VII, 797 c; Einfalt, Alciphr. 3, 64.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιότης: -ητος, ἡ, ἀρχαιότης, παλαιότης, ἀρχαιοτροπία, Πλάτ. Νόμ. 657Β· ἁπλότης, εὐήθεια, ὑπ’ ἀνοίας καὶ ἀρχαιότητος τρόπου Ἀλκίφρ. 3. 64.