μεταλήγω

From LSJ
Revision as of 09:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλήγω Medium diacritics: μεταλήγω Low diacritics: μεταλήγω Capitals: ΜΕΤΑΛΗΓΩ
Transliteration A: metalḗgō Transliteration B: metalēgō Transliteration C: metaligo Beta Code: metalh/gw

English (LSJ)

Ep. μεταλλήγω,

   A leave off, cease from, c. gen., μεταλλήξαντι χόλοιο Il.9.157, cf. h.Cer.339: abs., in Ep. impf. μεταλλήγεσκεν, A.R.3.951.

German (Pape)

[Seite 148] nachher aufhören, ablassen, von Etwas, μεταλλήξαντι χόλοιο, Il. 9, 157. 261. 299, H. h. Cer. 340, überall in der epischen Form mit doppeltem λ., μεταλλήγεσκεν, Ap. Rh. 3, 951.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλήγω: Ἐπικ. μεταλλήγω, μέλλ. -ξω· ― ἀφίνω, λήγω, παύομαι ἀπό τινος, μετὰ γεν. μεταλλήξαντι (Ἐπικ. τύπ.) χόλοιο, «παυσαμένῳ τῆς ὀργῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 157, 261, 299· Ἐπικ. παρατ. μεταλλήγεσκεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 951.