συνδιαγιγνώσκω
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
English (LSJ)
A join with one in determining or decreeing, ἐμὲ... ᾧ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν Th.2.64, cf. D.C.43.25; distinguish at the same time, Gal.5.625, UP2.6.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. γιγνώσκω), mit als Richter entscheiden, Thuc. 2, 64.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαγιγνώσκω: ὁμοῦ μετά τινος ἀποφασίζω, συναποφασίζω, ἐμὲ δι’ ὀργῆς ἔχετε ᾧ καὶ αὐτοὶ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν Θουκ. 2. 64.