ἑταιρέω

Revision as of 09:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A keep company with, Aeschin.1.13, Phoenicid.4.2 ; τινι with a man, And.1.100, etc.; φιλία ἑταιροῠσα meretricious friendship, Plu. 2.62d; οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἡταιρήκασιν Lys. 14.41 ; οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος Aeschin.1.52.    II Med., = ἑταιρεύομαι, of men, Theopomp.Hist.217b ; of women, Plu. Ant.18.

German (Pape)

[Seite 1046] Buhlerei, Unzucht, bes. Päderastie treiben, von Knaben, die sich Einem dazu vermiethen, παρά τινι μεμισθαρνηκέναι ἐπὶ τῷ σώματι Aesch. 1, 13. 52; ἑνί, Andoc. 1, 100; vgl. Lys. 3, 24. 14, 41 Dem. 24, 181 (Thom. Mag. macht den Unterschied von πορνεύεσθαι, daß dies ὑπὸ τοὺ τυχόντος, jenes ὑπὸ ἐραστοῦ sei). Von Frauen, Luc. D. Meretr. 8, 2; Plut. Pericl. 24; τινί, Ath. XIII, 586 f; – φιλία ἑταιροῦσα, buhlerische, der ἀληθινὴ καὶ σώφρων entgegengesetzt, Plut. de adul. et am. discr. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιρέω: ἐπὶ παιδὸς ἄρρενος ἢ θήλεος, χρησιμεύω πρὸς ἀσελγῆ σκοπὸν ἐπὶ μισθῷ, μισθαρνῶ ἐπὶ τῷ σώματι ἔχων ἐραστήν, Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 5. 2, κ. ἀλλ., Φοινικίδης ἐν Ἀδήλ. 1. 2· τινί, μέ τινα, Ἀνδοκ. 13. 28, κλ.· φιλία ἑταιροῦσα, ψευδής, ἐπίπλαστος ἢ πορνικὴ φιλία, Πλούτ. 2. 62D· πρβλ. πορνεύω, καὶ περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ αὐτῶν ἴδε Ἀνδοκ. 8. 16. ΙΙ. Μέσ., = ἑταιρεύομαι, Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 260Ε. ― Κατὰ τὸν Θωμᾶν Μάγιστρον (σ. 375 κἑξ.) «ἑταιρῶ δὲ... τὸ τοὺς ἄνδρας πάσχειν τὰ τῶν ἑταιρῶν. ἑταιρεῖ μὲν οὖν καὶ πορνεύεται ὁ πασχητιῶν, ἀλλ’ ἑταιρεῖ μὲν ὑπὸ ἐραστοῦ, πορνεύεται δὲ ὑπὸ τοῦ τυχόντος».