καινούργιος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A newly made, Sammelb. 7033.44 (V A. D.), Gloss.; Χύτρα Aët.8.6.
Greek (Liddell-Scott)
καινούργιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, καινούργιος, νέος, χύτρα Ἀέτ. 8. 6, σ. 150Β, 50, Νικήτ. Χρον. σ. 242D· ἰγδίον καινούργιον Ὀρνεοσόφ. σ. 205.