ἔντερον
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
τό,
A piece of the guts or intestines, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός a string of sheep's gut, Od.21.408: elsewh. in Hom. always pl., ἔντερα guts, bowels, Il.13.507,al., cf. A.Ag.1221, Ar.Eq.1184, Ra. 476, Pl.Ti.73a: in sg., gut, bowel, Arist.HA524b13; τοὔντερον τῆς ἐμπίδος Ar.Nu.160; collectively, bowels, Arist.HA514b13, al.; womb, belly, Archil.142, cf. Luc.Lex.6; ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ for moderation in eating, LXX.Si.34.20, cf. AP9.170 (Pall.): metaph., inside of fruit, ib.14.57. II ἔντερα γῆς earth-worms, Arist.IA705b28, 709a28, Arat.959, Numen. ap. Ath.7.305a; but worm-casts, Arist.HA570a16, Thphr.Sign.42, Nic.Th.388. III bag made of gut, Hp.Morb.3.1. (I.-E. *en-tero-, Comp. of *en 'in'.)
German (Pape)
[Seite 855] τό, das Innere, bes. der Darm, gew. im plur., das Gedärm, die Eingeweide; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Il. 13, 507; σὺν ἐντέροις τε σπλάγχνα Aesch. Ag. 1194; Ar. Ran. 478; Plat. Tim. 73 a u. Folgde, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός, Schaafsdarm, Darmsaite, Od. 21, 408, A. H. bei Ael. V. H. 4, 14 τὰ κατ' ὀβολὸν συνα χθέντα χρήματα εἰς πόρνης ἔντερον καταίρουσι, vgl. ἐντέριον, wie es bei Hippocr. für Blase, Beutel steht; Luc. Leziph. 6 τοκάδος ὑὸς τὸ ἐμβρυοδόχον ἔντερον, Gebärmutter. – Uebh. das Innere, Aenigm. 20 (XIV, 57); – γῆς, die in der Erde lebenden Regenwürmer, Arat. 959; vgl. Numen. bei Ath. VII, 305 a; Nic. Ther. 388; so im sing., ἔντερον γῆς Ael. H. A. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντερον: τό, (ἐντὸς) ὡς καὶ νῦν, ἔντερον, χυδ. «ἄντερο», χορδὴ τόξου ἐξ ἐντέρου, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται ἀείποτε μόνον τὸν πληθ., τὰ ἔντερα, διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 507, κ. ἀλλ.· οὕτως, Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1221, Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1184, ἐν Βατρ. 476, Πλάτ. ἐν Τιμ. 73Α· ψύχειν τὴν κεφαλήν, μάλιστα μὲν ξύραντα ἢ εἰς κύστιν ἢ εἰς ἔντερα ἐγχέαντα τῶν ψυκτικῶν τι Ἱππ. π. Νούσ. τὸ Γ΄, 488, 6· - καθ’ ἑνικ., τοὔντερον τῆς ἐμπίδος Ἀριστοφ. Νεφ. 160· συχν. παρ’ Ἀριστ.· ἡ μήτρα, ἡ κοιλία, Ἀρχίλ. 131 (116) πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6· ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ, ἐν ὀλιγοφαγίᾳ, ὕπνος ὑγιείας ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΔ΄, 20)· - μεταφ., τὸ ἐσωτερικὸν τῶν καρπῶν, Ἀνθ. Π. 14. 57. ΙΙ. ἔντερα γῆς, σκώληκες τῆς γῆς, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3, 5, Ἄρατ. 959, πρβλ. Νικ. Θηρ. 388. (ἐσχηματίσθη ὡς συγκρ. ἐκ τοῦ ἐντός, πρβλ. ὑπέρτερον).