ἐγκαταπίπτω
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
poet. aor. ἐνικάππεσον,
A fall or throw oneself upon, λέκτροισιν A.R.3.655; ὅρμῳ AP 9.82 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 706] (s. πίπτω), hineinfallen; ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Antp. Th. 82 (IX, 82); in derselben Form Ap. Rh. 3, 655, λέκτροισιν, warf sich darauf nieder.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπίπτω: ποιητ. ἀόρ. ἐνικάππεσον, πίπτω ἐπάνω, ἢ ῥίπτω ἐμαυτόν ἐπάνω εἴς τι, λέκτροισιν πρηνὴς ἐνικάππεσεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 655, Ἀνθ. Π. 9. 82.