ἀτερηδόνιστος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ον,
A not worm-eaten, Dsc.1.16.
German (Pape)
[Seite 385] nicht wurmstichig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτερηδόνιστος: -ον, ὁ μὴ σκωληκόβροτος, Διοσκ. 1. 15.