ἀνασχετός
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
Ep. ἀνσχετός, όν,
A endurable, Thgn.119: mostly with negat., ου' γὰρ ἔτ' ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται Od.2.63; πεσεῖν . . πτώματ' οὐκ ἀ. A.Pr.919; φρέμματ' ούκ ἀ. Id.Th.182; so with a question expecting a negative answer, S Ph. 987: οὐκ ἀ. [ἐστι], c. acc. et inf., Hdt.1.207, cf. 3.81,8.142; ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀ. S. Tr.721, cf. OC1652; οὐκ ἀ. ποιεῖσθαί τι Hdt. 7.163: abs., οὐκέτι ἀ. ἐποιοῦντο Th.1.118.
German (Pape)
[Seite 210] p. ἀνσχετός, was auszuhalten ist, erträglich, ἔργα Od. 2, 63; ὕβρις Her. 7, 163; πτώματα, θρέμματα, Aesch. Prom. 921 Spt. 164; Soph. Phil. 975; Thuc. 1, 48. 2, 21 und sonst, meist mit der Negation; οὐκ ἀνασχετὰ δρᾶν; vgl. Ar. Pax 1145.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασχετός: Ἐπ. ἀνσχετός, όν, (ἀνέχομαι) ὃν δύναταί τις νὰ ἀνέχηται, νὰ ὑπομένῃ, ἀνεκτός, ὑποφερτός, Θέογν. 119, Σοφ. Φ. 987· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ἔτ’ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται, Ὀδ. Β. 63· πεσεῖν... πτώματ’ οὐκ ἀν. Αἰσχύλ. Πρ. 919· θρέμματ’ οὐκ ἀν. ὁ αὐτ. Θ. 182: ― οὐκ ἀνασχετόν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 3. 81., 8. 142· ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετὸν Σοφ. Τρ. 721, πρβλ. Ο. Κ. 1652· οὐκ ἀνασχετὸν ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 7. 163.