θύλακος
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
[ῡ], ὁ,
A sack, esp. to carry meal in, Hdt.3.46; ἄλφιτ' οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ar.Pl.763; θ. δορκαδέων ἀστραγάλων PCair.Zen. 69.18 (iii B.C.); δερῶ σε θύλακον I'll make a bag of your skin, Ar.Eq. 370; contemptuous word for a garment, ὁ Τηλαύγους θ. prob. in Aeschin.Socr.42: metaph., of a person, θ. τις λόγων 'wind-bag', Pl.Tht.161a; τῇ χειρὶ δεῖν σπείρειν, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θ. Corinn. ap. Plu. 2.348a. 2 sack in which the eggs of the tunny are enveloped, Arist. HA571a14, cf. 552b19. II in pl., slang term for the loose trousers of Persians and other Orientals, E.Cyc.182, Ar.V.1087. III ball used for physical exercise, Antyll. ap. Orib.6.32.12.
German (Pape)
[Seite 1222] ὁ, Sack, Beutel, bes. Brotsack; ἀλφίτων Her. 3, 46; Ar. Plut. 763; Ath. XI, 499 c; übertr., λόγων Plat. Theaet. 161 a. Von der Aehnlichkeit, die weiten Hosen der Barbaren, Ar. Vesp. 1087, Schol. εἴδη βρακίων παρὰ Πέρσαις; vgl. Eur. Cycl. 181. [Bei Greg. Naz. (VIII,166) mit kurzem υ.]
Greek (Liddell-Scott)
θύλᾰκος: ῡ, ὁ, σάκκος, «σακκοῦλι», ἰδίως πήρα ἢ ἀσκὸς διὰ τροφάς, Ἡρόδ. 3. 46· ἄλφιτ’ οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ Ἀριστοφ. Πλ. 763· δερῶ σε θύλακον, θὰ σὲ κάμω θύλακον ἐκ τοῦ δέρματός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 370: - μεταφ. ἐπὶ προσώπου, θύλ. τις λόγων, σάκκος πλήρης λόγων, Πλάτ. Θεαιτ. 161Α. 2) ὁ θύλακος ἐν ᾧ τὰ ᾠὰ τοῦ θύννου εἰσὶν ἐγκεκλεισμένα, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 17, 12, πρβλ. 5. 19, 26. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ εὐρεῖαι ἀναξυρίδες τῶν Περσῶν καὶ λοιπῶν Ἀσιανῶν, Εὐρ. Κύκλ. 182, Ἀριστοφ. Σφηξ 1087. ΙΙΙ. σφαῖρα, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 124. (Πρβλ. τὸ Λατ. follis.) ῠ μόνον ἐν μεταγεν. Ἐπιγράμμ., Ἀνθ. Π. 8. 166.