φιλογηθής
From LSJ
English (LSJ)
ές, only in Dor.form φῐλο-γᾱθής: (γῆθος, γᾶθος):—
A loving mirth, mirthful, A.Th.918 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1279] ές, dor. φιλογαθής, die Freude, die Fröhlichkeit liebend, Aesch. Spt. 901.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλογηθής: -ές, γεν. έος, μόνον ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -γαθής· (γῆθος, γᾶθος)· ― ὁ φιλῶν τὴν εὐθυμίαν, εὔθυμος, φαιδρός, Αἰσχύλ. Θηβ. 918.