ἔμβρυος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ον, (βρύω)
A growing in, βρέφος ἔ., = ἔμβρυον, Ps.-Phoc. 184. II (βρύον) grown with sea-weed, Nonn.D.41.29.
German (Pape)
[Seite 807] voll Moos, Nonn. 41, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβρυος: -ον, (βρύω) ὁ αὐξανόμενος ἐντός, βρέφος ἔμβρ. = ἔμβρυον, Ψευδο-Φωκυλ. 171˙ τὴν ἔμβρυον ὑγρότητα παρὰ Θεοφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Αἰτίων 1. 1, 3 διωρθώθη: τὴν ἔμβιον ὑγρότητα. ΙΙ. (βρύον) κατακεκαλυμμένος ὑπὸ θαλασσίων βρύων, ἔμβρυον αὐχένα κούρης (ἔγχλοον Koechly) Νόνν. Δ. 41. 29.