λιμνώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A marshy, ὕδωρ Hp.Aër.10, cf. Arist.Mete.353b24; ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ῥεῖν Id.Pr.932a28. 2 of marshy ground, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος Th.5.7.
German (Pape)
[Seite 48] sumpfartig, sumpfig, τόποι, Pol. 3, 28, 8 u. Sp.; – τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος verbindet Thuc. 5, 7.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λίμνην ἢ ἕλος, ἑλώδης, ὕδωρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 6, 2. 2) ἐπὶ ἐδάφους, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος, ἑλῶδες ἔδαφος κατὰ τὸ στόμιον τοῦ Στρυμόνος, Θουκ. 5. 7.