σάρδιον
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
τό,
A the Sardian stone, Pl.Phd.110d, Thphr.Lap.8,23, J. BJ5.5.7, Apoc.4.3, al., PHolm.3.36; as a seal, IG22.1408.9 (iv B.C.), Inscr.Délos 442 B3 (ii B.C.); σάρδια, of female ornaments, Ar.Fr.320.13, cf. Men.373.—This stone was of two kinds, the transparent-red or female being our carnelian, the transparent-brown or male our sardine, Thphr.Lap.30:—later λίθος σάρδιος, Phlp.
A in de An.321.10 (pl.); σάρδινος λ., An.Ox.4.229; σαρδόνιον, Hsch. s.v. σαρδώ.
German (Pape)
[Seite 862] τό, Plat. Phaed. 110 d, auch σάρδιος, ὁ, λίθος, ein bes. zu Siegelringen gebrauchter Edelstein; der durchsichtige, röthliche, unser Carneol, dieß der weibliche, der bräunliche, unser Sarder, der männliche; Theophr. u. A.; eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
σάρδιον: τό, λίθος πολύτιμος, Πλάτ. Φαίδων 110D, Θεοφρ. π. Λίθ. 8 καὶ 23· σάρδια, ἐπὶ γυναικείων κοσμημάτων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. - Ὁ λίθος οὗτος ἦτο δύο εἰδῶν, ὁ διαφανὴς ἐρυθρὸς ἢ θῆλυς (ἀγγλ. carnelian) καὶ ὁ διαφανὴς μελαψὸς ἢ ἄρρην, αγγλ. sardine, Θεοφρ. π. Λίθ. 30· - παρὰ μεταγεν., λίθος σάρδιος Φιλόπον. παρὰ Σουΐδ.· σάρδινος λίθος Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 229· σαρδόνιον Ἡσύχ. ἐν λέξ. σαρδώ.