τρίμηνος
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ον, (μήν)
A of three months, χρόνος S.Tr.164; so ἡ τ. period of three months, Hdt. 2.124, IG22.1358 ii 7, 11, al., PCair.Zen.124.5, 440.4 (iii B. C.); τὸ τ. Plb.1.38.6, etc.; τ. παιδία born after three months, Com.Adesp.213: neut. as Adv., τρίμηνα ἐκτιτρώσκειν Hp.Aph.5.45. 2 three months old, Arist.HA562b28. 3 πυροὶ τ. wheat sown in spring, so as to ripen in three months, Philyll.4, cf. Thphr.HP8.1.4, CP4.11.1, PCair.Zen.155.6 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1144] dreimonatlich, von drei Monaten, χρόνος Soph. Trach. 163; drei Monat alt, ἡ τρίμηνος, Zeit von drei Monaten, Her. 2, 124; Pol. 12, 12, 1 u. öfter; πυρὸς τρ., Sommerweizen, der im Frühjahr gesäet u. in drei Monaten reif wird.
Greek (Liddell-Scott)
τρίμηνος: -ον, (μὴν) ὁ ἐκ τριῶν μηνῶν ἀποτελούμενος, χρόνος Σοφ. Τρ. 164· οὕτως, ἡ τρίμηνος, περίοδος ἐκ τριῶν μηνῶν, Ἡρόδ. 2. 124· τὸ τρίμηνον Πολύβ. 1. 38, 6, κλπ.· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρίμηνα ἐκτιτρώσκειν Ἱππ. Ἀφ. 1254. 2) τριῶν μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 6· πυροὶ τρίμηνοι, σῖτος σπαρεὶς κατὰ τὸ ἔαρ, ὥστε νὰ ὡριμάζῃ ἐντὸς τριῶν μηνῶν, αὐτὸς φέρων πάρειμι ἐκγόνους τριμήνων γαλακτοχρῶτας κολλάβους θερμοὺς Φιλύλλιος ἐν «Αὔγῃ» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4.