παλάθη

From LSJ
Revision as of 09:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλάθη Medium diacritics: παλάθη Low diacritics: παλάθη Capitals: ΠΑΛΑΘΗ
Transliteration A: paláthē Transliteration B: palathē Transliteration C: palathi Beta Code: pala/qh

English (LSJ)

[λᾰ], ἡ,

   A cake of preserved fruit, Hdt.4.23, Thphr.HP4.2.10, LXX 1 Ki.25.18, al., Amynt. ap. Ath.11.500d, Luc.Pisc.41, Vit.Auct. 19.

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, eine Masse getrockneter Früchte, welche in eine längliche Form zusammengedrückt wurde, eine Art Marmelade; von Nüssen, Her. 4, 23; gew. von Feigen, ἰσχάδων, καρύων, Luc. Pisc. 41 u. öfter; vgl. Amyntas bei Ath. XI, 500 d; Alciphr. 3, 20. 51; Theophr. u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλάθη: ἡ, ὁρμαθὸς ξηρῶν καρπῶν μάλιστα σύκων, ἀλλὰ καὶ καθόλου μᾶζα συμπεπιεσμένων καρπῶν, π.χ. σύκων, ἐλαιῶν, σταφίδων καὶ ἄλλων καρπῶν, Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 1, Λουκ. Ἁλ. 41, Βίων Πρᾶσις 19, Ἀμύντας παρ’ Ἀθην. 500D, Wessel. εἰς Διόδ. 17. 67· - ὑποκορ. πᾰλάθιον, τό, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 478D· πᾰλᾰθίς, ίδος, ἡ, Στράβ. 99. - Κατὰ Σουΐδ.: «παλάθαι, μᾶζαι σύκων, καὶ παλασίων τῶν πεπατημένων ἰσχάδων, παλάθαι δὲ καὶ εἶδος βοτάνης. ἢ τὰ ἐκ τρυγὸς πλάσματα. ἢ ἡ ἐπάλληλος θέσις τῶν σύκων».