χοροστασία
From LSJ
ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all
English (LSJ)
poet. χοροστασίη, ἡ,
A institution of choruses: generally, chorus, dance, AP.7.613.6 (Diog.), 9.603 (Antip.): pl., Call.Lav.Pall.66, IG14.1389 i 58.
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, das Anstellen von Chören u. Reigentänzen, die damit begangene Feier, übh. Tanz, Reigen; oft in der Anth.: χοροστασίης ἔργα Antp. χοροστασίην ἄγειν Leontius 6 (Plan. 284).
Greek (Liddell-Scott)
χοροστᾰσία: ἡ, σύστασις χορῶν· καθόλου, χορός, ὄρχησις, Ἀνθ. Παλατ. 7. 613., 9. 603· ἐν τῷ πληθ., Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλ. 66, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Β. 58. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.