διαπλόω
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
A unfold, Heb.Ge.38.29; διαπλοῦσθαι v.l. for διαπνεῖσθαι, X.Smp.2.25 as quoted by Ath.11.504d.
German (Pape)
[Seite 596] auseinanderfallen, Sp. So hat Ath. XI, 504 d für διαπνεῖσθαι in der aus Xen. Symp. 2, 25 angeführten Stelle.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλόω: ἀναπτύσσω, ἐκτυλίσσω, Γρηγ. Νύσσ., Εὐσ.· διαπλοῦσθαι, διάφ. γραφ. ἀντὶ διαπνεῖσθαι, Ξεν. Συμπ. 2, 2, πρβλ. Ἀθήν. 504D.