διαπλόω
From LSJ
English (LSJ)
unfold, Heb.Ge.38.29; διαπλοῦσθαι v.l. for διαπνεῖσθαι, X.Smp.2.25 as quoted by Ath.11.504d.
Spanish (DGE)
1 desplegar, extender τι διήπλωσας καθ' ἡμῶν ἅπλωμα Al.Ge.38.29, τὰς ... χεῖρας πρὸς οὐρανόν Ast.Am.Hom.11.4.3, de Dios οὐρανὸν διαπλώσας Basil.M.29.329C, τὸ τῆς ἀφθαρσίας ἔνδυμα Gr.Nyss.M.46.420C, cf. Hom.in Cant.95.7.
2 part. pas. τὸ διηπλωμένον genérico τὸ δ. τῶν ἐκπωμάτων εἶδος la clase genérica de los recipientes para beber Gr.Nyss.Hom.in Cant.401.13.
German (Pape)
[Seite 596] auseinanderfallen, Sp. So hat Ath. XI, 504 d für διαπνεῖσθαι in der aus Xen. Symp. 2, 25 angeführten Stelle.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλόω: ἀναπτύσσω, ἐκτυλίσσω, Γρηγ. Νύσσ., Εὐσ.· διαπλοῦσθαι, διάφ. γραφ. ἀντὶ διαπνεῖσθαι, Ξεν. Συμπ. 2, 2, πρβλ. Ἀθήν. 504D.