σίκιννις
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
[σῐ], or σίκῑνις (E.Cyc.37), ιδος, ἡ, acc.
A Σίκιννιν D.H.7.72:—Sicinnis, a dance of Satyrs used in the Satyric drama, S.Fr.772, E. l.c., D.H. l.c., Luc.Salt.22: named from its inventor Sicinnus, Ath.1.20e, cf. Scamon 1; or from Sicinnis, a nymph of Cybele, although originally danced in honour of Sabazios, Arr.Fr.106J.— Also written Σίκιννον, τό, Suid.; Σίκιννα, AB267.
German (Pape)
[Seite 880] ιδος, ἡ, die Sikinnis, ein Tanz der Satyrn, der im Satyrdrama gebräuchlich war; κρότος σικιννίδων, Eur. Cycl. 37; vom Erfinder Sikinnos benannt; vgl. Ath. I, 20. XIV, 618. 630; Poll. 4, 99; Schol. Ar. Nubb. 540.
Greek (Liddell-Scott)
σίκιννῐς: [σῐ], ἢ σίκῑνις (Δινδ. εἰς Εὐρ. Κύκλ. 37), -ιδος, ἡ, ἀλλ’ αἰτ. Σίκιννιν Διον. Ἁλ. 7. 72· - ὄρχησις τῶν σατύρων ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διον. Ἁλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. π. Ὀρχ. 22· ὀνομασθεῖσα ἀπὸ τοῦ ἐπινοήσαντος αὐτὴν Σικίννου, παρ’ Ἀθην. 20Ε, 630Β· ἢ ἐκ τῆς Σικίννιδος, νύμφης τῆς Κυβέλης, Ἀρρ. παρ’ Εὐστ. 1078. 20. - Φέρεται καὶ Σίκιννον, τό, Κλήμ. Ἀλ. 271, Σουΐδ.· Σίκιννα, τό, Α. Β. 267. Ἐξ ἀρχῆς χορὸς Κρητικὸς εἰς τιμὴν τοῦ Σαβαζίου, Höck’ s Kreta, 1, σ. 209, Ἡσύχ.