χαρακίας
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ (χάραξ)
A of or fit for a stake, pale, or palisade, a species of κάλαμος, Thphr.HP4.11.1, Plin.HN16.168. II a kind of τιθύμαλλος ἄρρην, wood spurge, Euphorbia Sibthorpii, Dsc.4.164, Plin.HN26.62 (χαράκης is f. l. in Hsch.). III a fish, Gp.20.7.1.
German (Pape)
[Seite 1335] ὁ, zum Pfahl, Zaun oder Wall gehörig, dazu geschickt, κάλαμος, τιθύμαλος, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρᾰκίας: -ου, ὁ, (χάραξ) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χάρακα, ἁρμόδιος εἰς κατασκευὴν χαρακώματος, εἶδος καλάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11. 1, Πλίν. 16. 66· ἢ εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Διοσκ. 4. 165, Πλίν. 26. 39· «χαρακίας· τιθύμαλλος» Ἡσύχ.