κλώσσω
From LSJ
English (LSJ)
A cluck, prob. in Suid. s.v. φωλάς; cf. κλώζω.
German (Pape)
[Seite 1459] = κλώζω, Suid. v. φωλάς, von den Hennen.
Greek (Liddell-Scott)
κλώσσω: κλώζω ὡς ὄρνις, κυρίως ὅταν ἐπῳάζῃ (πρβλ. τὰ τῆς σημερινῆς κλωσσῶ, κλῶσσα), κλωσσαμενᾶν κακκαβιδᾶν πιθαν. γραφ. παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 53· πρβλ. κλώζω.