ἀπτερύομαι
From LSJ
English (LSJ)
A = πτερύσσομαι, flap the wings, Arat.1009.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπτερύομαι: πτερύσσομαι (μετὰ α εὐφων.), πέτομαι, ἵπταμαι, Ἄρατ. 1009 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἀμπτερύσσομαι μετὰ τοῦ Ἑρμάννου Ἀγ. 261).
Full diacritics: ἀπτερύομαι | Medium diacritics: ἀπτερύομαι | Low diacritics: απτερύομαι | Capitals: ΑΠΤΕΡΥΟΜΑΙ |
Transliteration A: apterýomai | Transliteration B: apteryomai | Transliteration C: apteryomai | Beta Code: a)pteru/omai |
A = πτερύσσομαι, flap the wings, Arat.1009.
ἀπτερύομαι: πτερύσσομαι (μετὰ α εὐφων.), πέτομαι, ἵπταμαι, Ἄρατ. 1009 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἀμπτερύσσομαι μετὰ τοῦ Ἑρμάννου Ἀγ. 261).