δίαρσις
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
εως, ἡ,
A raising up, ἱστίων D.S.3.40; ἡ ἐκ διάρσεως μάχη fight with broadswords, Plb.2.33.5. II = δίαρμα 11, Longin.8.1.
German (Pape)
[Seite 601] ἡ, Erhebung, des Schwertes, ἡ ἐκ διάρσεως μάχη, Pol. 2, 33, der Kampf mit dem Schwert; ἱστίων, das Aufziehen der Segel, D. Sic. 3, 40.
Greek (Liddell-Scott)
δίαρσις: -εως, ἡ, ἀνύψωσις, ἱστίων Διόδ. 3. 40· ἐκ διάρσεως μάχεσθαι, Λατ. caesim pugnare, ὡς διὰ ξιφῶν ὑψουμένων καὶ καταφερομένων, ἀντίθ. ἐκ διαλήψεως, πρβλ. ἐκ καταφορᾶς, Πολύβ. 2. 33, 5.