δυσεξερεύνητος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον,
A hard to explore, Arist.Pol.1330b26.
German (Pape)
[Seite 679] schwer auszuspüren, Arist. Polit.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξερεύνητος: -ον, δυσκόλως ἐξερευνώμενος, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6.