πολυόφθαλμος
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
ον,
A many-eyed, D.S.1.11, Poll.4.141. 2 with many eyes or buds, ἄμπελοι Gp.5.8.1. II Subst., a plant, = βούφθαλμον, Hp.Art. 67, Diocl.Fr.154.
German (Pape)
[Seite 668] vieläugig; Plut. de Is. et Os. 10; von Pflanzen, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
πολυόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 11, Πολυδ. Δ΄, 141. 2) ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, κοινῶς «μπουμπούκια», ἄμπελος Γεωπ. 5. 8, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι = βούφθαλμος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830, κατὰ Γαληνὸν τ. 12, σ. 445.