φαρμακίτης
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A drugged or medicated, δακτύλιος φ. a ring containing poison, Eup.87; οἶνος φ. Semus 5a; fem. φαρμακῖτις γῆ, = ἀμπελῖτις 11, Dsc.5.160; φ. σαύρα Aët.13.56; also ἡ φ. (sc. βίβλος) On Drugs, title of lost work by Hippocrates, Hp.Aff.9.15, 28, al.; φαρμακίτιδες βίβλοι, by Andromachus, Gal.13.891. II = ἀδηφάγος, Hsch.; cf. φαγεσωρῖτις.
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ, sc. οἶνος, ein mit Heilmitteln angemachter Wein, Gesundheitswein, VLL.; vgl. Ath. I, 30 c.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκίτης: ὁ, ὁ διὰ φαρμάκου παρεσκευασμένος, δακτύλιος φαρμ., περιέχων δηλητήριον, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 22, ἔνθα ἴδε Meinecke· οἶνος φ. Ἀθήν. 30C· θηλ., φαρμακῖτις γῆ Διοσκ. 5. 181· φ. γαστὴρ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 320. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.