σαρκολαβίς
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A surgeon's forceps, Dsc.3.80, Hippiatr.20:— also σαρκο-λάβος, ὁ, Antyll. ap. Orib.45.10.2; and σαρκο-λάβον, τό, Hermes 38.283.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκολᾰβίς: -ίδος, ἡ, Ἱππιατρ., καὶ -λάβος, ὁ, Ὀρειβάσ. 41 Mai, χειρουργοῦ λαβίς, δι’ ἧς συλλαμβάνεται τὸ κοπτόμενον κρέας· ― σαρκολαβέω, Mai’s Col. Vat. 9. 642.