φιλαίτερος
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
φιλαίτατος, irreg. Comp. and Sup. of φίλος (q. v. sub fin.).
German (Pape)
[Seite 1274] u. φιλαίτατος, unreg. comp. u. superl. zu φίλος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαίτερος: φιλαίτατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τοῦ φίλος (ὃ ἴδε ἐν τέλει).