ζυμόω
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ζύμη)
A leaven, μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζ. 1 Ep.Cor.5.6:—Pass., to be leavened, ferment, LXX Ex.12.34,39, Plu.2.659b, etc.; of digestion, τὰ μέλανα -οῦται Hp.Acut.61; [κοιλίη] ἐζυμωμένη in a ferment, Id.VM11. 2 cause to effervesce, γῆν Gal.10.964, Aët.1 Praef.:—Pass., ζυμουμένη [χύτρα] Alex.124.8.
German (Pape)
[Seite 1141] mit Sauerteig mischen u. in Gährung bringen, Hippocr. u. Sp., bes. N. T. – Pass., gähren, sauern, Alexis Ath. IX, 383 d; Plut. Symp. 3 g. E.
Greek (Liddell-Scott)
ζῡμόω: ζύμη κινῶ ζύμωσιν ἔν τινι, ἐμβάλλω προζύμιον εἴς τι, Λατ. fermentare, μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ Α΄ Ἐπισ. π. Κορ. ε΄, 6· - παθ., ζυμοῦμαι, ἑνοῦμαι μετὰ τῆς ζύμης, ὑφίσταμαι ζύμωσιν, Πλούτ. 2. 659Β, Ἕβδ. (Ἐξόδ. ιβ΄, 34. 39), κτλ.· κοιλία ἐζυμωμένη, οὖσα ἐν καταστάσει ζυμώσεως κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πέψεως, Ἱππ. Ὀξ. 394· ζυμουμένη, ἐπὶ χύτρας, Ἄλεξ. Λέβ. 5. 8.