αὐθαδιάζομαι
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
or αὐθαδ-ειάζομαι, late form for sq., J.BJ5.3.4, Polem.Call.24, S.E.P.1.237, Procop. Arc.14,15, Lib.Decl.15.47.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθᾱδιάζομαι: ἀποθ. μεταγ. τύπ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 3, 4, ἀμφ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 237: -ἐντεῦθεν -διασμός, ὁ, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 110, 25, Θεόδ. Στουδ. σ. 573.