σκίπτω
From LSJ
English (LSJ)
given as etym. of σκίφος and ξίφος, Sch.Il.1.220; cf. σκίπει· νύσσει, Hsch.; σκίψαι· ὀκλάσαι, Ἀχαιοί, Id.
German (Pape)
[Seite 899] = σκίμπτω, ὀκλάζω, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σκίπτω: σκίμπτομαι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 220· σκίπω Ἡσύχ.