κυοφορία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = foreg., LXX 4 Ma.15.6 (pl.), Sor.1.47, Hierocl.p.63 A. (pl.), v.l. in Artem.1.14.
German (Pape)
[Seite 1534] ἡ, Schwangerschaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυοφορία: ἡ, ἐγκυμοσύνη, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 30, Κλήμ. Ἀλ. 9, Ἀρτεμίδ. 1. 14· ― κῠο-φόρος, ον, ἔγκυος, γόνιμος, γῆ Ἐτυμ. Μέγ. 546. 8.