ἀποφαντικός
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
ή, όν,
A categorical, λόγος ἀ. Arist.Int.17a8, cf. Stoic.2.61, al.; declaratory, ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν -κή ib.2.42. Adv. -κῶς dub. in Aristid. Rh. 1p.462S., cf.Sch.E.Ph.624, al.; λέγειν Hermog.Id.2.11.
German (Pape)
[Seite 334] behauptend, einen Satz aufstellend, λόγος Arist. de interpr. 5; Rhet. ἀποφαντικῶς λέγειν, mit Nachdruck sprechen; ἀποφαντικόν, modus indicativus, Schol. Ap. Rh. 1, 1332. 1349, wie ἀποφαντική Apoll. de synt. 3, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος, λόγος ἀπ., πρότασις, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 5. 1, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 71. -ἔγκλισις ἀποφαντικὴ = ὁριστικὴ Ἀπολλών. Δ. π. Συντ. 244, 26, ἀποφαντ. ἐπίρρημα αὐτόθι 245, 3: -Ἐπίρρ. ἀποφαντικῶς Ὠριγ. 3. 868A.