ἡμίγυμνος
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
ον,
A half-naked, Luc.DMar.14.3, Arr.Ind.24.8.
German (Pape)
[Seite 1167] halb nackt, Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίγυμνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ γυμνός, Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 14. 3, Ἀρριαν. Ἰνδ. 24. 8.