ὁλόχροος
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
ον, contr. ὁλό-χρους, ουν,
A all of one colour, ζῷα Arist.GA785b19.
German (Pape)
[Seite 328] zsgzg. ὁλόχρους, ganz von einer Farbe, nicht bunt, Arist. gen. an. 5, 6, im Ggstz von ποικίλος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἐπὶ ζῴων ὧν τὸ σῶμα ὅλον τὴν αὐτὴν χροιὰν ἔχει, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 6, 1.