ἐκποτάομαι
English (LSJ)
Ion. ἐκποτ-έομαι,=ἐκπέτομαι,
A fly out or forth, of snowflakes, Διὸς ἐκποτέονται Il.19.357 ; of a ghost, πεδ' ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποτᾱμένα Sapph.68.4: metaph., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι ; Theoc.11.72,2.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκποτάομαι: Ἰων. -έομαι, = ἐκπέτομαι, ἀποθ., ἐπὶ νιφάδων χιόνος, Διὸς ἐκποτέονται Ἰλ. Τ. 357· ἐπὶ φαντάσματος, φοιτάσεις πεδ’ ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα Σαπφώ 68 19· μεταφ., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι; ποῦ ἐπέταξεν ὁ νοῦς σου; Λατ. quae te dementia cepit? Θεόκ. 11. 72, πρβλ. 2. 19.