κνισάω
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
(κνῖσα)
A fill with the savour of burnt sacrifice, κ. ἀγυιάς (never τὰς ἀγυιάς) make them steam with sacrifice, Ar.Eq.1320, Av.1233, Orac. ap. D.21.51; κ. βωμούς E.Alc. 1156; intr., κ. βωμοῖσι raise the steam of sacrifice on... Orac. ap. D. 21.52; κ. παρὰ τοὺς βωμούς Luc.JTr.22.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσάω: μέλλ. -ήσω, (κνῖσα) πληρῶ τι διὰ τῆς κνίσης ἱερείου, κν. ἀγυιὰς (οὐδέποτε τὰς ἀγυιάς), κάμνω αὐτὰς νὰ εὐωδιάζωσιν ἐκ τῆς κνίσης τῶν καιομένων θυμάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1320, Ὄρν. 1233, Χρησμ. παρὰ Δημ. 530. 28˙ κν. βωμοὺς Εὐρ. Ἄλκ. 1156˙ ἀνθ’ οὗ ἔχομεν ἀμετάβ., κνισᾶν βωμοῖσι Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 5˙ κν. παρὰ τοὺς βωμοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 22.