ἀμείωτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not to be diminished, σιτωνία Ph.2.66; incapable of diminution, ἀναυξὲς καὶ ἀ. Simp. in Cael.109.22. Adv. -τως Olymp. in Alc.p.111C.
German (Pape)
[Seite 121] unverringert, ganz, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείωτος: -ον, ὁ μὴ μειούμενος ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μειώσῃ. Βασιλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοϊασσ. 1. 87. - Ἐπίρρ. -τως Ὀλυμπιόδ.