συμμεθίστημι
English (LSJ)
A change at the same time, Arist.Pr.940b5; 3sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάω) Str.1.3.13. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., change places simultaneously with another, Plu.Pyrrh.16, etc.
German (Pape)
[Seite 981] (s. ἵστημι), mit umstellen od. umsetzen; Arist. probl. 26, 2; συμμεθιστᾷ καὶ τὴν σύῤῥουν, Strab. 1, 3, 13; – med. u. intrans. tempp. mit weg- u. an eine andere Stelle treten, Plut. discr. ad. et am. 7, τοῖς σώμασιν 31.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεθίστημι: συμμεταβάλλω, Ἀριστ. Προβλ. 26. 2, 2· γ΄ ἑνικ. συμμεθιστᾷ (ἐκ τοῦ -ιστάω), Στράβ. 56. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἄνδρα κατιδὼν Ἰταλὸν ἐπέχοντα τῷ Πύρρω, καὶ τὸν ἵππον ἀντιπαρεξάγοντα, καὶ μεθιστάμενον ἀεὶ καὶ συγκινούμενον, ἀλλάσσοντα συγχρόνως μετ’ αὐτοῦ θέσιν καὶ κινούμενον ὅπως καὶ ἐκεῖνος, Πλουτ. Πύρρ. 16, κτλ.