ἐμπερόνημα
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
Dor. ἐμπερόν-ᾱμα, ατος, τό,
A a garment fastened with a brooch on the shoulder, Theoc.15.34. II clasp, brooch, Agath.3.15.
German (Pape)
[Seite 812] τό, das mit Spangen über den Schultern befestigte Gewand, Theocr. 15, 34, Schol. δίπλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερόνημα: Δωρ. ᾱμα, τὸ ἔνδυμα συγκρατούμενον κατὰ τοὺς ὤμους διὰ περονῶν, διπλοῖς, Πραξινόα, μάλα τοι τὸ καταπτυχὲς ἐμπερόναμα τοῦτο πρέπει Θεόκρ. 15. 34· πρβλ. περονητρίς, περόνημα.