ἐξαίφνης
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
Adv.
A on a sudden, Il.17.738, 21.14, Pi.O.9.52, A.Pr. 1077 (anap.), S.OC1610, etc.: c. part., ψυχὴν θεωρεῖν ἐ. ἀποθανόντος ἑκάστου the moment that he is dead, Pl.Grg.523e; ἀκούσαντι ἐ. at first hearing, Id.Cra.396b: c. Art., τό γ' ἐ. D.18.153; but τὸ ἐ. the instantaneous, that which is between motion and rest, and not in the time-series, Pl.Prm.156d; but, = τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν, Arist.Ph.222b15.
German (Pape)
[Seite 865] adv., plötzlich, unvermuthet; Il. 21, 14; Pind. Ol. 9, 56; Aesch. Prom. 1079; Soph. oft; οὐ ῥᾴδιόν ἐστιν οὕτως ἐξαίφνης πεισθῆναι Plat. Crat. 391 a; c. partic., ἄν τι δόξειεν ἀκούσαντι ἐξαίφνης, sobald er gehört hatte, ib. 396 b, vgl. Gorg. 523 e u. Aesch. 3, 59; ἡ ἐξαίφνης φύσις Plat. Parm. 156 d. S. auch ἐξαπίνης.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαίφνης: (ἄφνω) Ἐπίρρ., αἰφνιδίως, Ἰλ. Ρ. 738, Φ. 14, Πίνδ. Ο. 9. 78, Αἰσχύλ. Πρ. 1077, Σοφ. Ο. Κ. 1610, κλ.· μετὰ μετοχ., ψυχὴν θεωρεῖν ἐξ. ἀποθανόντος ἑκάστου, ὡς τὸ Λατ. statim ut, εὐθὺς ὅταν ἀποθάνῃ, Πλάτ. Γοργ. 523Ε· ἀκούσαντι ἐξ., εὐθὺς ὡς ἤκουσε, ὁ αὐτ. Κρατ. 396Β· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τό γ’ ἐξ. Δημ. 278. 10· - ἀλλά, τὸ ἐξαίφνης, στιγμὴ μεταξὺ δύο χρονικῶν σημείων, διακοπὴ τῆς χρονικῆς συνεχείας, Πλάτ. Παρμ. 156D, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7. Πρβλ. ἐξαπίνης.