φλοίω
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
English (LSJ)
(φλέω)
A burst out, swell, be in full vigour or bloom, Antim. 36, cf. Plu.2.683f.
German (Pape)
[Seite 1293] (vgl. φλέω), quellen, schwellen, strotzen, in voller Kraft, Blüthe sein; φλοίουσα ὀπώρα Antimach. bei Plut. Symp. 5, 8,3, vgl. 8, 10, 3, was Plut. durch χλωρά erkl.
Greek (Liddell-Scott)
φλοίω: (φλέω) εἶμαι ἐν πλήρει ἀκμῇ φυτικῆς γονιμότητος, σφριγῶ, Ἀντίμαχ. παρὰ Πλουτ. 2. 683F, πρβλ. 735D.