θεοβλαβέω
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A to be θεοβλαβής, A.Pers.831, Them.Or.4.56c.
German (Pape)
[Seite 1195] 1) gegen die Götter freveln, ὑπερκόπῳ θράσει Aesch. Pers. 817. – 2) ein θεοβλαβής sein, geistesverwirrt sein, Themist. or. 4 p. 56.
Greek (Liddell-Scott)
θεοβλᾰβέω: ἁμαρτάνω εἰς τοὺς θεούς, ἀσεβῶ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 831. 2) εἶμαι θεοβλαβής, εἶμαι βεβλαμμένος τὰς φρένας ὑπὸ θεοῦ, Θεμίστ. 56C.